- αλευροποιώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, μετατρέπω κάτι σε σκόνη: Στη συνοικία μας ήταν ένα εργοστάσιο που αλευροποιούσε τα κόκαλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλευροποιώ — (Α ἀλευροποιῶ έω) παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλευροποιός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
αλευροποίηση — η (Τροφ. Τεχνολ.) η πρώτη μετατροπή τού σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος από το αλευροποιώ] … Dictionary of Greek
αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] … Dictionary of Greek
αλέθω — άλεσα, αλέστηκα, αλεσμένος 1. αλευροποιώ: Σε μερικά χωριά αλέθουν ακόμη το στάρι με το χερόμυλο. 2. κάνω κάτι σκόνη: Αγόρασαν ένα μύλο για να αλέθουν τον καφέ. 3. μασώ και χωνεύω καλά: Ο μύλος μου αλέθει καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)